δαφοινοί

δαφοινοί
δαφοινός
tawny
masc nom/voc pl
δαφοινός
tawny
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαφοινός — και δαφοινεός, όν και δαφοινός, δαφοινή και δάφοινος, όν (Α) 1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο χρώμα («δαφοινὸν δέρμα λέοντος») 2. εχθρικός, καταστρεπτικός («κῆρες... δαφοινοί» μαύρες μοίρες). [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινός* «κόκκινος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”